Translation meaning & definition of the word "type" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύπος" στην ελληνική γλώσσα
Type
[Τύπος]noun
1. A subdivision of a particular kind of thing
- "What type of sculpture do you prefer?"
- synonym:
- type
1. Μια υποδιαίρεση ενός συγκεκριμένου είδους πράγματος
- "Τι είδους γλυπτό προτιμάτε?"
- συνώνυμο:
- τύπος
2. A person of a specified kind (usually with many eccentricities)
- "A real character"
- "A strange character"
- "A friendly eccentric"
- "The capable type"
- "A mental case"
- synonym:
- character ,
- eccentric ,
- type ,
- case
2. Ένα άτομο συγκεκριμένου είδους (συνήθως με πολλές εκκεντρικότητες)
- "Πραγματικός χαρακτήρας"
- "Παράξενος χαρακτήρας"
- "Φιλικό εκκεντρικό"
- "Ο ικανός τύπος"
- "Ψυχική περίπτωση"
- συνώνυμο:
- χαρακτήρας ,
- εκκεντρικόσ ,
- τύπος ,
- περίπτωση
3. (biology) the taxonomic group whose characteristics are used to define the next higher taxon
- synonym:
- type
3. (βιολογία) η ταξινομική ομάδα της οποίας τα χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του επόμενου υψηλότερου ταξί
- συνώνυμο:
- τύπος
4. Printed characters
- "Small type is hard to read"
- synonym:
- type
4. Τυπωμένοι χαρακτήρες
- "Ο μικρός τύπος είναι δύσκολο να διαβαστεί"
- συνώνυμο:
- τύπος
5. All of the tokens of the same symbol
- "The word `element' contains five different types of character"
- synonym:
- type
5. Όλες οι μάρκες του ίδιου συμβόλου
- "Η λέξη `στοιχείο' περιέχει πέντε διαφορετικούς τύπους χαρακτήρων"
- συνώνυμο:
- τύπος
6. A small metal block bearing a raised character on one end
- Produces a printed character when inked and pressed on paper
- "He dropped a case of type, so they made him pick them up"
- synonym:
- type
6. Ένα μικρό μεταλλικό μπλοκ που φέρει έναν ανυψωμένο χαρακτήρα στο ένα άκρο
- Παράγει έναν τυπωμένο χαρακτήρα όταν μελανιάζεται και πιέζεται σε χαρτί
- "Έπεσε μια περίπτωση τύπου, έτσι τον έκαναν να τα πάρει"
- συνώνυμο:
- τύπος
verb
1. Write by means of a keyboard with types
- "Type the acceptance letter, please"
- synonym:
- type ,
- typewrite
1. Γράψτε μέσω ενός πληκτρολογίου με τύπους
- "Πληκτρολογήστε την επιστολή αποδοχής, παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- τύπος ,
- γραφίτησ
2. Identify as belonging to a certain type
- "Such people can practically be typed"
- synonym:
- type ,
- typecast
2. Προσδιορίστε ως ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τύπο
- "Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν πρακτικά να δακτυλογραφηθούν"
- συνώνυμο:
- τύπος ,
- τύποσ