Translation meaning & definition of the word "tying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσούξιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tying
[Δεσμεύω]/taɪɪŋ/
noun
1. The act of tying or binding things together
- synonym:
- tying ,
- ligature
1. Η πράξη της σύνδεσης ή της σύνδεσης των πραγμάτων μαζί
- συνώνυμο:
- δεσμός ,
- λιγόσ
Examples of using
I am tying my laces. Wait for me!
Δένω τα κορδόνια μου. Περίμενέ με!