Translation meaning & definition of the word "twitter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στυλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
/twɪtər/
noun
1. A series of chirps
- synonym:
- chirrup ,
1. Μια σειρά από τσίρκες
- συνώνυμο:
- τσιρόπι ,
- τσιμπιδάκι
verb
1. Make high-pitched sounds, as of birds
- synonym:
- chitter ,
1. Κάντε υψηλούς ήχους, όπως τα πουλιά
- συνώνυμο:
- πιτσιλίζω ,
- τσιμπιδάκι
Examples of using
You can now follow the Pope on twitter.
Μπορείτε τώρα να ακολουθήσετε τον Πάπα στο λουκέτο.