Translation meaning & definition of the word "twig" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυαδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Twig
[Στριφογυρίζω]/twɪg/
noun
1. A small branch or division of a branch (especially a terminal division)
- Usually applied to branches of the current or preceding year
- synonym:
- branchlet ,
- twig ,
- sprig
1. Ένα μικρό κλαδί ή διαίρεση ενός κλάδου (ειδικά ένα τερματικό διαίρεση)
- Συνήθως εφαρμόζεται σε κλάδους του τρέχοντος ή προηγούμενου έτους
- συνώνυμο:
- υποκατάστημα ,
- τρυπώ ,
- κλαδάκι
verb
1. Branch out in a twiglike manner
- "The lightning bolt twigged in several directions"
- synonym:
- twig
1. Αποχωρήστε με έναν τρόπο λυγισμό
- "Ο κεραυνός σφίχτηκε προς διάφορες κατευθύνσεις"
- συνώνυμο:
- τρυπώ
2. Understand, usually after some initial difficulty
- "She didn't know what her classmates were plotting but finally caught on"
- synonym:
- catch on ,
- get wise ,
- get onto ,
- tumble ,
- latch on ,
- cotton on ,
- twig ,
- get it
2. Κατανοήστε, συνήθως μετά από κάποια αρχική δυσκολία
- "Δεν ήξερε τι σχεδίαζαν οι συμμαθητές της, αλλά τελικά πιάστηκε"
- συνώνυμο:
- πιάνω ,
- γίνομαι σοφός ,
- πηγαίνω ,
- πέφτω ,
- παραδίδω ,
- βαμβάκι ,
- τρυπώ ,
- πάρτε το