Translation meaning & definition of the word "twenty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "είκοσι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Twenty
[Είκοσι]/twɛnti/
noun
1. The cardinal number that is the sum of nineteen and one
- synonym:
- twenty ,
- 20 ,
- XX
1. Ο καρδινάλιος αριθμός που είναι το άθροισμα των δεκαεννέα και ένα
- συνώνυμο:
- είκοσι ,
- 20 ,
- ΧΧ
2. A united states bill worth 20 dollars
- synonym:
- twenty dollar bill ,
- twenty
2. Ένας νόμος των ηνωμένων πολιτειών αξίζει 20 δολάρια
- συνώνυμο:
- λογαριασμός είκοσι δολαρίων ,
- είκοσι
adjective
1. Denoting a quantity consisting of 20 items or units
- synonym:
- twenty ,
- 20 ,
- xx
1. Υποδηλώνοντας μια ποσότητα που αποτελείται από 20 αντικείμενα ή μονάδες
- συνώνυμο:
- είκοσι ,
- 20 ,
- χχ
Examples of using
I need about twenty minutes to organize my morning.
Χρειάζομαι περίπου είκοσι λεπτά για να οργανώσω το πρωί μου.
I see that your manners haven't exactly improved in the last twenty years.
Βλέπω ότι οι τρόποι σας δεν έχουν βελτιωθεί ακριβώς τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Those countries have maintained peace for twenty years.
Οι χώρες αυτές έχουν διατηρήσει την ειρήνη για είκοσι χρόνια.