Translation meaning & definition of the word "twelfth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωδέκατος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Twelfth
[Δωδέκατοσ]/twɛlfθ/
noun
1. Position 12 in a countable series of things
- synonym:
- twelfth
1. Θέση 12 σε μια μετρήσιμη σειρά πραγμάτων
- συνώνυμο:
- δωδέκατοσ
2. One part in twelve equal parts
- synonym:
- one-twelfth ,
- twelfth ,
- twelfth part ,
- duodecimal
2. Ένα μέρος σε δώδεκα ίσα μέρη
- συνώνυμο:
- ένα δωδέκατο ,
- δωδέκατοσ ,
- δωδέκατο μέρος ,
- δωδεκαδακτυλικό
adjective
1. Coming next after the eleventh and just before the thirteenth in position
- synonym:
- twelfth ,
- 12th
1. Έρχεται μετά το ενδέκατο και λίγο πριν το δέκατο τρίτο στη θέση του
- συνώνυμο:
- δωδέκατοσ ,
- 12ος