Translation meaning & definition of the word "tweed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολωμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tweed
[Σφυροκόπησε]/twid/
noun
1. Thick woolen fabric used for clothing
- Originated in scotland
- synonym:
- tweed
1. Παχύ μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται για τα είδη ένδυσης
- Προέρχεται από τη σκωτία
- συνώνυμο:
- τιτίβισμα
2. (usually in the plural) trousers made of flannel or gabardine or tweed or white cloth
- synonym:
- flannel ,
- gabardine ,
- tweed ,
- white
2. (συνήθως στον πληθυντικό) παντελόνι κατασκευασμένο από φανέλα ή γκαμπαρντίνη ή τουίντ ή λευκό πανί
- συνώνυμο:
- φανέλα ,
- γκαμπαρντίν ,
- τιτίβισμα ,
- λευκό