Translation meaning & definition of the word "twain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συμπλοκή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Twain
[Στριφογυρίζω]/twen/
noun
1. Two items of the same kind
- synonym:
- couple ,
- pair ,
- twosome ,
- twain ,
- brace ,
- span ,
- yoke ,
- couplet ,
- distich ,
- duo ,
- duet ,
- dyad ,
- duad
1. Δύο αντικείμενα του ίδιου είδους
- συνώνυμο:
- ζευγάρι ,
- τουλάχιστον ,
- τουίν ,
- στήριγμα ,
- έκταση ,
- ζυγός ,
- απόσταγμα ,
- ντουέτο ,
- δυάδα ,
- ντουάντ