Translation meaning & definition of the word "tuxedo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τουξίντο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tuxedo
[Τουξέντο]/təksidoʊ/
noun
1. Semiformal evening dress for men
- synonym:
- dinner jacket ,
- tux ,
- tuxedo ,
- black tie
1. Ημι-μορφοειδές βραδινό φόρεμα για τους άνδρες
- συνώνυμο:
- σακάκι ,
- σμόκιν ,
- τουξέντο ,
- μαύρη γραβάτα
Examples of using
The last time I saw Tom he was wearing a tuxedo.
Την τελευταία φορά που είδα τον Τομ φορούσε σμόκιν.
He was wearing a tuxedo.
Φορούσε σμόκιν.
I've never worn a tuxedo.
Δεν έχω φορέσει ποτέ σμόκιν.