Translation meaning & definition of the word "tutorial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δανεισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tutorial
[Συντηρητικόσ]/tutɔriəl/
noun
1. A session of intensive tuition given by a tutor to an individual or to a small number of students
- synonym:
- tutorial
1. Μια συνεδρία εντατικών διδάκτρων που δίνεται από έναν δάσκαλο σε ένα άτομο ή σε ένα μικρό αριθμό φοιτητών
- συνώνυμο:
- φροντιστήριο
adjective
1. Of or relating to tutors or tutoring
- "Tutorial sessions"
- synonym:
- tutorial
1. Από ή σχετίζονται με τους καθηγητές ή τη διδασκαλία
- "Εκπαιδευτικές συνεδρίες"
- συνώνυμο:
- φροντιστήριο