Translation meaning & definition of the word "tutor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπαιδευτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tutor
[Εκπαιδευτήσ]/tutər/
noun
1. A person who gives private instruction (as in singing, acting, etc.)
- synonym:
- coach ,
- private instructor ,
- tutor
1. Ένα άτομο που δίνει ιδιωτική διδασκαλία (ας στο τραγούδι, την υποκριτική, κλπ.)
- συνώνυμο:
- προπονητής ,
- ιδιωτικός εκπαιδευτής ,
- εκπαιδευτήσ
verb
1. Be a tutor to someone
- Give individual instruction
- "She tutored me in spanish"
- synonym:
- tutor
1. Γίνε δάσκαλος σε κάποιον
- Δώστε ατομική οδηγία
- "Με δίδαξε στα ισπανικά"
- συνώνυμο:
- εκπαιδευτήσ
2. Act as a guardian to someone
- synonym:
- tutor
2. Ενεργεί ως κηδεμόνας σε κάποιον
- συνώνυμο:
- εκπαιδευτήσ
Examples of using
My tutor scolded me for my stupid behavior.
Ο δάσκαλός μου με επέπληξε για την ηλίθια συμπεριφορά μου.