Translation meaning & definition of the word "tut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τακτοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tut
[Τουτ]/tət/
verb
1. Utter `tsk,' `tut,' or `tut-tut,' as in disapproval
- synonym:
- tsk ,
- tut ,
- tut-tut
1. Απόλυτο `τσκ, ''τουτ,' ή `τουτ-τουτ,' όπως στην αποδοκιμασία
- συνώνυμο:
- τσκ ,
- εκπαιδευτικόσ ,
- τελευταία