Translation meaning & definition of the word "tusk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δους" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tusk
[Τουσκ]/təsk/
noun
1. A hard smooth ivory colored dentine that makes up most of the tusks of elephants and walruses
- synonym:
- ivory ,
- tusk
1. Μια σκληρή λεία οδοντίνη με λευκό ελεφαντόδοντο που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των χαυλιόδοντων ελεφάντων και θαλάσσιων
- συνώνυμο:
- ελεφαντόδοντο ,
- τουσκ
2. A long pointed tooth specialized for fighting or digging
- Especially in an elephant or walrus or hog
- synonym:
- tusk
2. Ένα μακρύ μυτερό δόντι ειδικευμένο για την καταπολέμηση ή το σκάψιμο
- Ειδικά σε έναν ελέφαντα ή ένα βαλς ή γουρούνι
- συνώνυμο:
- τουσκ
verb
1. Stab or pierce with a horn or tusk
- "The rhino horned the explorer"
- synonym:
- horn ,
- tusk
1. Μαχαίρωμα ή τρύπα με κέρατο ή χαυλιόδοντα
- "Ο ρινόκερος κέρατε τον εξερευνητή"
- συνώνυμο:
- κέρατο ,
- τουσκ
2. Remove the tusks of animals
- "Tusk an elephant"
- synonym:
- tusk ,
- detusk
2. Αφαιρέστε τους χαυλιόδοντες των ζώων
- "Τουσκ ένας ελέφαντας"
- συνώνυμο:
- τουσκ ,
- ντέστουσκ