Translation meaning & definition of the word "turquoise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυρκουάζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turquoise
[Τυρκουάζ]/tərkwɔɪz/
noun
1. A blue to grey green mineral consisting of copper aluminum phosphate
- "Blue turquoise is valued as a gemstone"
- synonym:
- turquoise
1. Ένα μπλε έως γκρίζο πράσινο ορυκτό που αποτελείται από φωσφορικό αργίλιο χαλκού
- "Το μπλε τυρκουάζ αποτιμάται ως πολύτιμος λίθος"
- συνώνυμο:
- τυρκουάζ
2. A shade of blue tinged with green
- synonym:
- greenish blue ,
- aqua ,
- aquamarine ,
- turquoise ,
- cobalt blue ,
- peacock blue
2. Μια απόχρωση του μπλε που χρωματίζεται με πράσινο
- συνώνυμο:
- πράσινο μπλε ,
- ακόα ,
- ακουαμαρίνα ,
- τυρκουάζ ,
- κοβάλτιο μπλε ,
- παγώνι μπλε
Examples of using
Is this real turquoise? At this price? Come on!
Είναι αυτό το πραγματικό τυρκουάζ? Σε αυτή την τιμή? Έλα!