Translation meaning & definition of the word "turnover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turnover
[Κύκλος]/tərnoʊvər/
noun
1. The ratio of the number of workers that had to be replaced in a given time period to the average number of workers
- synonym:
- employee turnover ,
- turnover rate ,
- turnover
1. Η αναλογία του αριθμού των εργαζομένων που έπρεπε να αντικατασταθούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο με τον μέσο αριθμό εργαζομένων
- συνώνυμο:
- κύκλος εργασιών των εργαζομένων ,
- ποσοστό κύκλου εργασιών ,
- κύκλος εργασιών
2. A dish made by folding a piece of pastry over a filling
- synonym:
- turnover
2. Ένα πιάτο φτιαγμένο αναδιπλώνοντας ένα κομμάτι ζαχαροπλαστικής πάνω από ένα γέμισμα
- συνώνυμο:
- κύκλος εργασιών
3. The volume measured in dollars
- "The store's dollar volume continues to rise"
- synonym:
- dollar volume ,
- turnover
3. Ο όγκος μετρήθηκε σε δολάρια
- "Ο όγκος δολαρίου του καταστήματος συνεχίζει να αυξάνεται"
- συνώνυμο:
- όγκος δολαρίου ,
- κύκλος εργασιών
4. The act of upsetting something
- "He was badly bruised by the upset of his sled at a high speed"
- synonym:
- upset ,
- overturn ,
- turnover
4. Η πράξη της αναστάτωσης κάτι
- "Ήταν πολύ μελανιασμένος από την αναστάτωση του έλκηθρου του με μεγάλη ταχύτητα"
- συνώνυμο:
- αναστατωμένος ,
- ανατρέπω ,
- κύκλος εργασιών