Translation meaning & definition of the word "turnaround" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τυρβάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turnaround
[Αναστροφή]/tərnəraʊnd/
noun
1. Time need to prepare a vessel or ship for a return trip
- synonym:
- turnaround ,
- turnaround time
1. Χρόνος πρέπει να προετοιμάσει ένα σκάφος ή ένα πλοίο για ένα ταξίδι επιστροφής
- συνώνυμο:
- ανακύκλωση ,
- χρόνος ανακύκλωσης
2. A decision to reverse an earlier decision
- synonym:
- reversal ,
- change of mind ,
- flip-flop ,
- turnabout ,
- turnaround
2. Απόφαση αναστροφής προηγούμενης απόφασης
- συνώνυμο:
- αντιστροφή ,
- αλλαγή μυαλού ,
- περιστρεφόμενος ,
- μεταστροφή ,
- ανακύκλωση
3. An area sufficiently large for a vehicle to turn around
- synonym:
- turnaround
3. Μια περιοχή αρκετά μεγάλη για να γυρίσει ένα όχημα
- συνώνυμο:
- ανακύκλωση
4. Act or process of unloading and loading and servicing a vessel or aircraft for a return trip
- synonym:
- turnaround ,
- turnround
4. Πράξη ή διαδικασία εκφόρτωσης και φόρτωσης και εξυπηρέτησης σκάφους ή αεροσκάφους για ταξίδι επιστροφής
- συνώνυμο:
- ανακύκλωση ,
- περιστροφή
5. Turning in the opposite direction
- synonym:
- reversion ,
- reverse ,
- reversal ,
- turnabout ,
- turnaround
5. Στρέφοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση
- συνώνυμο:
- αναστροφή ,
- αντίστροφη ,
- αντιστροφή ,
- μεταστροφή ,
- ανακύκλωση