Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "turn" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "στροφή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Turn

[Στροφή]
/tərn/

noun

1. A circular segment of a curve

  • "A bend in the road"
  • "A crook in the path"
    synonym:
  • bend
  • ,
  • crook
  • ,
  • twist
  • ,
  • turn

1. Ένα κυκλικό τμήμα μιας καμπύλης

  • "Μια στροφή στο δρόμο"
  • "Ένας απατεώνας στο μονοπάτι"
    συνώνυμο:
  • λυγίστε
  • ,
  • απατεώνας
  • ,
  • στρίψιμο
  • ,
  • στροφή

2. The act of changing or reversing the direction of the course

  • "He took a turn to the right"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • turning

2. Η πράξη αλλαγής ή αντιστροφής της κατεύθυνσης της πορείας

  • "Πήρε μια στροφή προς τα δεξιά"
    συνώνυμο:
  • στροφή

3. (game) the activity of doing something in an agreed succession

  • "It is my turn"
  • "It is still my play"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • play

3. (παιχνίδι) η δραστηριότητα του να κάνεις κάτι σε μια συμφωνημένη διαδοχή

  • "Είναι η σειρά μου"
  • "Είναι ακόμα το έργο μου"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • παίζω

4. An unforeseen development

  • "Events suddenly took an awkward turn"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • turn of events
  • ,
  • twist

4. Μια απρόβλεπτη εξέλιξη

  • "Τα γεγονότα πήραν ξαφνικά μια αμήχανη τροπή"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • τροπή των γεγονότων
  • ,
  • στρίψιμο

5. A movement in a new direction

  • "The turning of the wind"
    synonym:
  • turning
  • ,
  • turn

5. Μια κίνηση προς μια νέα κατεύθυνση

  • "Η στροφή του ανέμου"
    συνώνυμο:
  • στροφή

6. The act of turning away or in the opposite direction

  • "He made an abrupt turn away from her"
    synonym:
  • turn

6. Η πράξη της απομάκρυνσης ή προς την αντίθετη κατεύθυνση

  • "Έκανε μια απότομη στροφή μακριά της"
    συνώνυμο:
  • στροφή

7. Turning or twisting around (in place)

  • "With a quick twist of his head he surveyed the room"
    synonym:
  • twist
  • ,
  • turn

7. Περιστροφή ή στρίψιμο γύρω (στη θέση του)

  • "Με μια γρήγορη στροφή του κεφαλιού του ερεύνησε το δωμάτιο"
    συνώνυμο:
  • στρίψιμο
  • ,
  • στροφή

8. A time for working (after which you will be relieved by someone else)

  • "It's my go"
  • "A spell of work"
    synonym:
  • go
  • ,
  • spell
  • ,
  • tour
  • ,
  • turn

8. Ένας χρόνος για εργασία (μετά τον οποίο θα ανακουφιστείτε από κάποιον άλλο)

  • "Είναι η πηγαίνω μου"
  • "Ένα ξόρκι δουλειάς"
    συνώνυμο:
  • πηγαίνετε
  • ,
  • ξόρκι
  • ,
  • περιοδεία
  • ,
  • στροφή

9. (sports) a division during which one team is on the offensive

    synonym:
  • turn
  • ,
  • bout
  • ,
  • round

9. (αθλητισμός) μια κατηγορία κατά την οποία μια ομάδα βρίσκεται στην επίθεση

    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • αγώνας
  • ,
  • στρογγυλόσ

10. A short theatrical performance that is part of a longer program

  • "He did his act three times every evening"
  • "She had a catchy little routine"
  • "It was one of the best numbers he ever did"
    synonym:
  • act
  • ,
  • routine
  • ,
  • number
  • ,
  • turn
  • ,
  • bit

10. Μια σύντομη θεατρική παράσταση που είναι μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος

  • "Έκανε την πράξη του τρεις φορές κάθε βράδυ"
  • "Είχε μια πιασάρικη μικρή ρουτίνα"
  • "Ήταν ένα από τα καλύτερα νούμερα που έκανε ποτέ"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • ρουτίνα
  • ,
  • αριθμός
  • ,
  • στροφή
  • ,
  • λίγο

11. A favor for someone

  • "He did me a good turn"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • good turn

11. Μια χάρη για κάποιον

  • "Μου έκανε καλή στροφή"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • καλή στροφή

12. Taking a short walk out and back

  • "We took a turn in the park"
    synonym:
  • turn

12. Κάνοντας μια μικρή βόλτα έξω και πίσω

  • "Πήραμε μια στροφή στο πάρκο"
    συνώνυμο:
  • στροφή

verb

1. Change orientation or direction, also in the abstract sense

  • "Turn towards me"
  • "The mugger turned and fled before i could see his face"
  • "She turned from herself and learned to listen to others' needs"
    synonym:
  • turn

1. Αλλάξτε προσανατολισμό ή κατεύθυνση, επίσης με την αφηρημένη έννοια

  • "Γύρνα προς το μέρος μου"
  • "Ο κλέφτης γύρισε και τράπηκε σε φυγή πριν προλάβω να δω το πρόσωπό του"
  • "Γύρισε από τον εαυτό της και έμαθε να ακούει τις ανάγκες των άλλων"
    συνώνυμο:
  • στροφή

2. Undergo a transformation or a change of position or action

  • "We turned from socialism to capitalism"
  • "The people turned against the president when he stole the election"
    synonym:
  • change state
  • ,
  • turn

2. Υποβληθείτε σε μετασχηματισμό ή αλλαγή θέσης ή δράσης

  • "Στραφήκαμε από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό"
  • "Ο λαός στράφηκε εναντίον του προέδρου όταν έκλεψε τις εκλογές"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή κατάστασης
  • ,
  • στροφή

3. Undergo a change or development

  • "The water turned into ice"
  • "Her former friend became her worst enemy"
  • "He turned traitor"
    synonym:
  • become
  • ,
  • turn

3. Υποστείτε μια αλλαγή ή εξέλιξη

  • "Το νερό μετατράπηκε σε πάγο"
  • "Η πρώην φίλη της έγινε ο χειρότερος εχθρός της"
  • "Γύρισε προδότης"
    συνώνυμο:
  • γίνομαι
  • ,
  • στροφή

4. Cause to move around or rotate

  • "Turn a key"
  • "Turn your palm this way"
    synonym:
  • turn

4. Αιτία για να κινηθείτε γύρω ή να περιστραφείτε

  • "Γυρίστε ένα κλειδί"
  • "Γυρίστε την παλάμη σας προς τα εδώ"
    συνώνυμο:
  • στροφή

5. Change to the contrary

  • "The trend was reversed"
  • "The tides turned against him"
  • "Public opinion turned when it was revealed that the president had an affair with a white house intern"
    synonym:
  • change by reversal
  • ,
  • turn
  • ,
  • reverse

5. Αλλαγή στο αντίθετο

  • "Η τάση αντιστράφηκε"
  • "Οι παλίρροιες στράφηκαν εναντίον του"
  • "Η κοινή γνώμη γύρισε όταν αποκαλύφθηκε ότι ο πρόεδρος είχε σχέση με έναν ασκούμενο στον λευκό οίκο"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή με αντιστροφή
  • ,
  • στροφή
  • ,
  • αντιστροφή

6. Pass to the other side of

  • "Turn the corner"
  • "Move around the obstacle"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • move around

6. Περάστε στην άλλη πλευρά του

  • "Στρίψε στη γωνία"
  • "Κινηθείτε γύρω από το εμπόδιο"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • μετακινηθείτε

7. Pass into a condition gradually, take on a specific property or attribute

  • Become
  • "The weather turned nasty"
  • "She grew angry"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • grow

7. Περάστε σε μια συνθήκη σταδιακά, πάρτε μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό

  • Γίνομαι
  • "Ο καιρός έγινε άσχημος"
  • "Θύμωσε"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • μεγαλώνω

8. Let (something) fall or spill from a container

  • "Turn the flour onto a plate"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • release

8. Αφήστε (κάτι) να πέσει ή να χυθεί από ένα δοχείο

  • "Γυρίστε το αλεύρι σε ένα πιάτο"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • απελευθέρωση

9. Move around an axis or a center

  • "The wheels are turning"
    synonym:
  • turn

9. Μετακινηθείτε γύρω από έναν άξονα ή ένα κέντρο

  • "Οι ρόδες γυρίζουν"
    συνώνυμο:
  • στροφή

10. Cause to move around a center so as to show another side of

  • "Turn a page of a book"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • turn over

10. Αιτία για να κινηθείτε γύρω από ένα κέντρο έτσι ώστε να δείξετε μια άλλη πλευρά του

  • "Γυρίστε σελίδα βιβλίου"
    συνώνυμο:
  • στροφή
  • ,
  • αναποδογυρίζω

11. To send or let go

  • "They turned away the crowd at the gate of the governor's mansion"
    synonym:
  • turn

11. Να στείλω ή να αφήσω

  • "Έστρεψαν το πλήθος στην πύλη της έπαυλης του κυβερνήτη"
    συνώνυμο:
  • στροφή

12. To break and turn over earth especially with a plow

  • "Farmer jones plowed his east field last week"
  • "Turn the earth in the spring"
    synonym:
  • plow
  • ,
  • plough
  • ,
  • turn

12. Να σπάσει και να αναποδογυρίσει τη γη ειδικά με άροτρο

  • "Ο φάρμερ τζόουνς όργωσε το ανατολικό του χωράφι την περασμένη εβδομάδα"
  • "Γυρίστε τη γη την άνοιξη"
    συνώνυμο:
  • άροτρο
  • ,
  • στροφή

13. Shape by rotating on a lathe or cutting device or a wheel

  • "Turn the legs of the table"
  • "Turn the clay on the wheel"
    synonym:
  • turn

13. Σχήμα περιστρέφοντας σε τόρνο ή συσκευή κοπής ή τροχό

  • "Γυρίστε τα πόδια του τραπεζιού"
  • "Γυρίστε τον πηλό στο τιμόνι"
    συνώνυμο:
  • στροφή

14. Change color

  • "In vermont, the leaves turn early"
    synonym:
  • turn

14. Αλλαγή χρώματος

  • "Στο βερμόντ, τα φύλλα γυρίζουν νωρίς"
    συνώνυμο:
  • στροφή

15. Twist suddenly so as to sprain

  • "Wrench one's ankle"
  • "The wrestler twisted his shoulder"
  • "The hikers sprained their ankles when they fell"
  • "I turned my ankle and couldn't walk for several days"
    synonym:
  • twist
  • ,
  • sprain
  • ,
  • wrench
  • ,
  • turn
  • ,
  • wrick
  • ,
  • rick

15. Στρίψτε ξαφνικά για να διαστρεβλωθείτε

  • "Wrench one's brokle"
  • "Ο παλαιστής έστριψε τον ώμο του"
  • "Οι πεζοπόροι στραμπούληξαν τους αστραγάλους τους όταν έπεσαν"
  • "Γύρισα τον αστράγαλό μου και δεν μπορούσα να περπατήσω για αρκετές μέρες"
    συνώνυμο:
  • στρίψιμο
  • ,
  • διάστρεμμα
  • ,
  • κλειδί
  • ,
  • στροφή
  • ,
  • πλήγμα
  • ,
  • ρικ

16. Cause to change or turn into something different

  • Assume new characteristics
  • "The princess turned the frog into a prince by kissing him"
  • "The alchemists tried to turn lead into gold"
    synonym:
  • turn

16. Αιτία να αλλάξει ή να μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό

  • Ας υποθέσουμε νέα χαρακτηριστικά
  • "Η πριγκίπισσα μετέτρεψε τον βάτραχο σε πρίγκιπα φιλώντας τον"
  • "Οι αλχημιστές προσπάθησαν να μετατρέψουν τον μόλυβδο σε χρυσό"
    συνώνυμο:
  • στροφή

17. Accomplish by rotating

  • "Turn a somersault"
  • "Turn cartwheels"
    synonym:
  • turn

17. Επιτύχετε με περιστροφή

  • "Γυρίστε μια τούμπα"
  • "Στρίψτε ρόδες"
    συνώνυμο:
  • στροφή

18. Get by buying and selling

  • "The company turned a good profit after a year"
    synonym:
  • turn

18. Αποκτήστε αγοράζοντας και πουλώντας

  • "Η εταιρεία έκανε καλό κέρδος μετά από ένα χρόνο"
    συνώνυμο:
  • στροφή

19. Cause to move along an axis or into a new direction

  • "Turn your face to the wall"
  • "Turn the car around"
  • "Turn your dance partner around"
    synonym:
  • turn

19. Αιτία για να κινηθεί κατά μήκος ενός άξονα ή σε μια νέα κατεύθυνση

  • "Γυρίστε το πρόσωπό σας στον τοίχο"
  • "Γυρίστε το αυτοκίνητο"
  • "Γυρίστε τον χορευτικό σας σύντροφο"
    συνώνυμο:
  • στροφή

20. Channel one's attention, interest, thought, or attention toward or away from something

  • "The pedophile turned to boys for satisfaction"
  • "People turn to mysticism at the turn of a millennium"
    synonym:
  • turn

20. Διοχετεύστε την προσοχή, το ενδιαφέρον, τη σκέψη ή την προσοχή κάποιου προς ή μακριά από κάτι

  • "Ο παιδόφιλος στράφηκε στα αγόρια για ικανοποίηση"
  • "Οι άνθρωποι στρέφονται στον μυστικισμό στο γύρισμα μιας χιλιετίας"
    συνώνυμο:
  • στροφή

21. Cause (a plastic object) to assume a crooked or angular form

  • "Bend the rod"
  • "Twist the dough into a braid"
  • "The strong man could turn an iron bar"
    synonym:
  • flex
  • ,
  • bend
  • ,
  • deform
  • ,
  • twist
  • ,
  • turn

21. Αιτία (ένα πλαστικό αντικείμενο) να πάρει μια στραβή ή γωνιακή μορφή

  • "Λύγισε το καλάμι"
  • "Στρίβουμε τη ζύμη σε πλεξούδα"
  • "Ο δυνατός άντρας μπορούσε να γυρίσει μια σιδερένια ράβδο"
    συνώνυμο:
  • flex
  • ,
  • λυγίστε
  • ,
  • παραμόρφωση
  • ,
  • στρίψιμο
  • ,
  • στροφή

22. Alter the functioning or setting of

  • "Turn the dial to 10"
  • "Turn the heat down"
    synonym:
  • turn

22. Αλλαγή της λειτουργίας ή της ρύθμισης του

  • "Γυρίστε το καντράν στο 10"
  • "Χαμήλωσε τη ζέστη"
    συνώνυμο:
  • στροφή

23. Direct at someone

  • "She turned a smile on me"
  • "They turned their flashlights on the car"
    synonym:
  • turn

23. Απευθείας σε κάποιον

  • "Μου γύρισε ένα χαμόγελο"
  • "Έστρεψαν τους φακούς τους στο αυτοκίνητο"
    συνώνυμο:
  • στροφή

24. Have recourse to or make an appeal or request for help or information to

  • "She called on her representative to help her"
  • "She turned to her relatives for help"
    synonym:
  • call on
  • ,
  • turn

24. Προσφύγετε ή κάντε έκκληση ή αίτημα για βοήθεια ή πληροφορίες

  • "Κάλεσε τον εκπρόσωπό της να τη βοηθήσει"
  • "Στράφηκε στους συγγενείς της για βοήθεια"
    συνώνυμο:
  • καλώ
  • ,
  • στροφή

25. Go sour or spoil

  • "The milk has soured"
  • "The wine worked"
  • "The cream has turned--we have to throw it out"
    synonym:
  • sour
  • ,
  • turn
  • ,
  • ferment
  • ,
  • work

25. Πήγαινε ξινή ή να χαλάσεις

  • "Το γάλα έχει ξινίσει"
  • "Το κρασί δούλεψε"
  • "Η κρέμα γύρισε - πρέπει να την πετάξουμε έξω"
    συνώνυμο:
  • ξινό
  • ,
  • στροφή
  • ,
  • ζύμωση
  • ,
  • εργασία

26. Become officially one year older

  • "She is turning 50 this year"
    synonym:
  • turn

26. Γίνε επίσημα ένα χρόνο μεγαλύτερος

  • "Κλείνει τα 50 φέτος"
    συνώνυμο:
  • στροφή

Examples of using

Put your mind at rest. Everything will turn out all right.
Βάλε το μυαλό σου σε ηρεμία. Όλα θα εξελιχθούν εντάξει.
Would you please turn off the TV?
Θα κλείνατε σας παρακαλώ την τηλεόραση;
Tonight it's your turn.
Απόψε είναι η σειρά σου.