Translation meaning & definition of the word "turmeric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουρκούμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turmeric
[Κουρκουμάς]/tərmərɪk/
noun
1. Widely cultivated tropical plant of india having yellow flowers and a large aromatic deep yellow rhizome
- Source of a condiment and a yellow dye
- synonym:
- turmeric ,
- Curcuma longa ,
- Curcuma domestica
1. Ευρέως καλλιεργούμενο τροπικό φυτό της ινδίας με κίτρινα λουλούδια και μεγάλο αρωματικό βαθύ κίτρινο ρίζωμα
- Πηγή καρυκεύματος και κίτρινης βαφής
- συνώνυμο:
- κουρκουμάς ,
- Κουρκουμά λόνγκα ,
- Κουρκουμά εσωτερικού
2. Ground dried rhizome of the turmeric plant used as seasoning
- synonym:
- turmeric
2. Αλεσμένο αποξηραμένο ρίζωμα του φυτού κουρκουμά που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα
- συνώνυμο:
- κουρκουμάς