Translation meaning & definition of the word "turf" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύρφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turf
[Χλοοτάπητα]/tərf/
noun
1. Surface layer of ground containing a mat of grass and grass roots
- synonym:
- turf ,
- sod ,
- sward ,
- greensward
1. Επιφανειακό στρώμα του εδάφους που περιέχει ένα χαλί από γρασίδι και ρίζες γρασιδιού
- συνώνυμο:
- χλοοτάπητα ,
- αναψυκτικό ,
- αυλαία ,
- πράσινοσ
2. The territory claimed by a juvenile gang as its own
- synonym:
- turf
2. Η περιοχή διεκδικείται από μια νεαρή συμμορία ως δική της
- συνώνυμο:
- χλοοτάπητα
3. Range of jurisdiction or influence
- "A bureaucracy...chiefly concerned with turf...and protecting the retirement system"
- synonym:
- turf
3. Εύρος δικαιοδοσίας ή επιρροής
- "Μια γραφειοκρατία.ασχολείται ανεπιφύλακτα με το χλοοτάπητα και την προστασία του συνταξιοδοτικού συστήματος"
- συνώνυμο:
- χλοοτάπητα
verb
1. Cover (the ground) with a surface layer of grass or grass roots
- synonym:
- turf
1. Καλύψτε (το έδαφος) με ένα επιφανειακό στρώμα από γρασίδι ή ρίζες γρασιδιού
- συνώνυμο:
- χλοοτάπητα