Translation meaning & definition of the word "turbulent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυρβώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turbulent
[Ταραχώδησ]/tərbjələnt/
adjective
1. Characterized by unrest or disorder or insubordination
- "Effects of the struggle will be violent and disruptive"
- "Riotous times"
- "These troubled areas"
- "The tumultuous years of his administration"
- "A turbulent and unruly childhood"
- synonym:
- disruptive ,
- riotous ,
- troubled ,
- tumultuous ,
- turbulent
1. Χαρακτηρίζεται από αναταραχή ή ανυποταξία
- "Οι επιπτώσεις του αγώνα θα είναι βίαιες και αποδιοργανωτικές"
- "Ταραχώδεις καιροί"
- "Αυτές οι προβληματικές περιοχές"
- "Τα ταραχώδη χρόνια της διοίκησής του"
- "Ταραγμένη και απείθαρχη παιδική ηλικία"
- συνώνυμο:
- αναστατωμένοσ ,
- ταραχώδησ ,
- προβληματισμένος
2. (of a liquid) agitated vigorously
- In a state of turbulence
- "The river's roiling current"
- "Turbulent rapids"
- synonym:
- churning ,
- roiling ,
- roiled ,
- roily ,
- turbulent
2. ( ενός υγρού) ταραγμένο έντονα
- Σε κατάσταση αναταραχής
- "Το βασιλικό ρεύμα του ποταμού"
- "Ταραχώδη ραπίδια"
- συνώνυμο:
- αναδεύω ,
- βρυχηθμόσ ,
- βρυχηγμένο ,
- αποτρόπαια ,
- ταραχώδησ