Translation meaning & definition of the word "turbid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυραννικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turbid
[Στροβιλισμού]/tərbɪd/
adjective
1. (of liquids) clouded as with sediment
- "A cloudy liquid"
- "Muddy coffee"
- "Murky waters"
- synonym:
- cloudy ,
- muddy ,
- mirky ,
- murky ,
- turbid
1. (από υγρά) συννεφιασμένο όπως με το ίζημα
- "Ένα θολό υγρό"
- "Λασπώδης καφές"
- "Μαύρα νερά"
- συνώνυμο:
- συννεφιασμένος ,
- λασπώδησ ,
- μίρκυ ,
- σκοτεινός ,
- θολόσ