Translation meaning & definition of the word "turban" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τουρμπάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Turban
[Τουρμπάνι]/tərbən/
noun
1. A traditional muslim headdress consisting of a long scarf wrapped around the head
- synonym:
- turban
1. Μια παραδοσιακή μουσουλμανική κεφαλή που αποτελείται από ένα μακρύ μαντήλι τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι
- συνώνυμο:
- τουρμπάνι
2. A small round woman's hat
- synonym:
- pillbox ,
- toque ,
- turban
2. Ένα μικρό καπέλο στρογγυλής γυναίκας
- συνώνυμο:
- αντιγραφέασ ,
- τόκερ ,
- τουρμπάνι