Translation meaning & definition of the word "tung" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κολλημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tung
[Κολλητός]/təŋ/
noun
1. Chinese tree bearing seeds that yield tung oil
- synonym:
- tung tree ,
- tung ,
- tung-oil tree ,
- Aleurites fordii
1. Κινέζοι σπόροι δέντρων που φέρουν το πετρέλαιο κοπριάς
- συνώνυμο:
- βουλγαρικό δέντρο ,
- τουνγκ ,
- δέντρο πετρελαίου ,
- Αλευρίτες Φορντί