Translation meaning & definition of the word "tumult" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενήλικας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tumult
[Αποτυχία]/tuməlt/
noun
1. A state of commotion and noise and confusion
- synonym:
- tumult ,
- tumultuousness ,
- uproar ,
- garboil
1. Κατάσταση αναστάτωσης και θορύβου και σύγχυσης
- συνώνυμο:
- ταραχή ,
- ταραχώδεσ ,
- αναταραχή ,
- γκαρμπόη
2. Violent agitation
- synonym:
- tumult ,
- turmoil
2. Βίαιη αναταραχή
- συνώνυμο:
- ταραχή ,
- αναταραχή
3. The act of making a noisy disturbance
- synonym:
- commotion ,
- din ,
- ruction ,
- ruckus ,
- rumpus ,
- tumult
3. Η πράξη της πραγματοποίησης μιας θορυβώδους διαταραχής
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- τιν ,
- απόσβεση ,
- τακούνι ,
- ρουμπίνα ,
- ταραχή
Examples of using
And Pilate having seen that it profiteth nothing, but rather a tumult is made, having taken water, he did wash the hands before the multitude, saying, 'I am innocent from the blood of this righteous one.'
Και ο Πιλάτος είδε ότι δεν ωφελείται τίποτα, αλλά μάλλον γίνεται μια ταραχή, έχοντας πάρει νερό, έπλυνε τα χέρια μπροστά στο πλήθος, 'Είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δικαίου.'
They made a great tumult last night.
Έκαναν μια μεγάλη αναταραχή χθες το βράδυ.