Translation meaning & definition of the word "tummy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυμπανισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tummy
[Κολλώδησ]/təmi/
noun
1. Slang for a paunch
- synonym:
- pot ,
- potbelly ,
- bay window ,
- corporation ,
- tummy
1. Αργκό για μια παύση
- συνώνυμο:
- δοχείο ,
- ποτήρι ,
- παράθυρο κόλπων ,
- εταιρεία ,
- κοιλιά
2. An enlarged and muscular saclike organ of the alimentary canal
- The principal organ of digestion
- synonym:
- stomach ,
- tummy ,
- tum ,
- breadbasket
2. Ένα διευρυμένο και μυώδες όργανο του διατροφικού καναλιού
- Το κύριο όργανο της πέψης
- συνώνυμο:
- στομάχι ,
- κοιλιά ,
- περιπολία ,
- παραγωγή αρτοποιίασ