Translation meaning & definition of the word "tumbler" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τούμπλερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tumbler
[Ανατροπέασ]/təmblər/
noun
1. A gymnast who performs rolls and somersaults and twists etc.
- synonym:
- tumbler
1. Γυμναστής που εκτελεί ρολά και τούμπες και στροφές κλπ.
- συνώνυμο:
- ποτηράκι
2. A glass with a flat bottom but no handle or stem
- Originally had a round bottom
- synonym:
- tumbler
2. Ένα ποτήρι με επίπεδο πάτο αλλά χωρίς λαβή ή στέλεχος
- Αρχικά είχε στρογγυλό πάτο
- συνώνυμο:
- ποτηράκι
3. A movable obstruction in a lock that must be adjusted to a given position (as by a key) before the bolt can be thrown
- synonym:
- tumbler
3. Ένα κινητό εμπόδιο σε μια κλειδαριά που πρέπει να ρυθμιστεί σε μια δεδομένη θέση (όπως από ένα κλειδί) πριν μπορέσει να πεταχτεί το μπουλόνι
- συνώνυμο:
- ποτηράκι
4. Pigeon that executes backward somersaults in flight or on the ground
- synonym:
- roller ,
- tumbler ,
- tumbler pigeon
4. Περιστέρι που εκτελεί τούμπες προς τα πίσω κατά την πτήση ή στο έδαφος
- συνώνυμο:
- κύλινδρος ,
- ποτηράκι ,
- περιστέρι ποτηριού