Translation meaning & definition of the word "tuition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φοίτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tuition
[Δίδακτρα]/tjuɪʃən/
noun
1. A fee paid for instruction (especially for higher education)
- "Tuition and room and board were more than $25,000"
- synonym:
- tuition ,
- tuition fee
1. Ένα τέλος που καταβάλλεται για οδηγίες (ειδικά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση)
- "Τα δίδακτρα και το δωμάτιο και το διοικητικό συμβούλιο ήταν περισσότερα από $25.000"
- συνώνυμο:
- δίδακτρα
2. Teaching pupils individually (usually by a tutor hired privately)
- synonym:
- tutelage ,
- tuition ,
- tutorship
2. Η διδασκαλία των μαθητών μεμονωμένα (συνήθως από έναν δάσκαλο που προσλαμβάνεται ιδιωτικά)
- συνώνυμο:
- εκπαιδευτικό ,
- δίδακτρα ,
- διδασκαλία
Examples of using
Tom had to drop out from college because he couldn't afford tuition.
Ο Τομ έπρεπε να εγκαταλείψει το κολέγιο επειδή δεν μπορούσε να αντέξει τα δίδακτρα.