Translation meaning & definition of the word "tugboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυρόπλοιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tugboat
[Ρυμουλκό]/təgboʊt/
noun
1. A powerful small boat designed to pull or push larger ships
- synonym:
- tugboat ,
- tug ,
- towboat ,
- tower
1. Ένα ισχυρό μικρό σκάφος σχεδιασμένο για να τραβήξει ή να ωθήσει μεγαλύτερα πλοία
- συνώνυμο:
- τουγκλόου ,
- ρυμουλκώ ,
- ρυμουλκό ,
- πύργος
Examples of using
That sounds like our tugboat horn.
Αυτό ακούγεται σαν το κέρατο του ρυμουλκού μας.