Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tug" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναρμολόγηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tug

[Ρυμουλκώ]
/təg/

noun

1. A sudden abrupt pull

    synonym:
  • tug
  • ,
  • jerk

1. Μια ξαφνική απότομη έλξη

    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ
  • ,
  • τσεκ

2. A powerful small boat designed to pull or push larger ships

    synonym:
  • tugboat
  • ,
  • tug
  • ,
  • towboat
  • ,
  • tower

2. Ένα ισχυρό μικρό σκάφος σχεδιασμένο για να τραβήξει ή να ωθήσει μεγαλύτερα πλοία

    συνώνυμο:
  • τουγκλόου
  • ,
  • ρυμουλκώ
  • ,
  • ρυμουλκό
  • ,
  • πύργος

verb

1. Pull hard

  • "The prisoner tugged at the chains"
  • "This movie tugs at the heart strings"
    synonym:
  • tug

1. Τραβώ

  • "Ο κρατούμενος τραβήχτηκε στις αλυσίδες"
  • "Αυτή η ταινία τραβάει τις χορδές της καρδιάς"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ

2. Strive and make an effort to reach a goal

  • "She tugged for years to make a decent living"
  • "We have to push a little to make the deadline!"
  • "She is driving away at her doctoral thesis"
    synonym:
  • tug
  • ,
  • labor
  • ,
  • labour
  • ,
  • push
  • ,
  • drive

2. Προσπαθήστε και κάντε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ένας στόχος

  • "Τραβήχτηκε για χρόνια για να κάνει μια αξιοπρεπή ζωή"
  • "Πρέπει να πιέσουμε λίγο για να καταστήσουμε την προθεσμία!"
  • "Απομακρύνεται από τη διδακτορική της διατριβή"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • ώθηση
  • ,
  • οδηγώ

3. Tow (a vessel) with a tug

  • "The tugboat tugged the freighter into the harbor"
    synonym:
  • tug

3. Ρυμούλκηση ( σκάφος) με ρυμούλκηση

  • "Το ρυμουλκό τράβηξε το φορτηγό στο λιμάνι"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ

4. Carry with difficulty

  • "You'll have to lug this suitcase"
    synonym:
  • lug
  • ,
  • tote
  • ,
  • tug

4. Φέρε με δυσκολία

  • "Θα πρέπει να αγκαλιάσετε αυτή τη βαλίτσα"
    συνώνυμο:
  • λουγκ
  • ,
  • τότε
  • ,
  • ρυμουλκώ

5. Move by pulling hard

  • "The horse finally tugged the cart out of the mud"
    synonym:
  • tug

5. Κινηθείτε τραβώντας σκληρά

  • "Το άλογο τελικά έβγαλε το καροτσάκι από τη λάσπη"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ

6. Pull or strain hard at

  • "Each oar was tugged by several men"
    synonym:
  • tug

6. Τραβήξτε ή στραγγίξτε σκληρά

  • "Κάθε κουπί είχε τραβηχτεί από πολλούς άνδρες"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ

7. Struggle in opposition

  • "She tugged and wrestled with her conflicts"
    synonym:
  • tug

7. Αγώνας στην αντιπολίτευση

  • "Αγκάλιασε και πάλεψε με τις συγκρούσεις της"
    συνώνυμο:
  • ρυμουλκώ