Translation meaning & definition of the word "tubular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωληναριακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tubular
[Σωληνοειδήσ]/tubjələr/
adjective
1. Constituting a tube
- Having hollow tubes (as for the passage of fluids)
- synonym:
- tubular ,
- cannular ,
- tubelike ,
- tube-shaped ,
- vasiform
1. Αποτελώντας ένα σωλήνα
- Έχοντας κοίλους σωλήνες ( για τη διέλευση των υγρών)
- συνώνυμο:
- σωληνοειδήσ ,
- κανονιοειδή ,
- σωλήνας ,
- βασεοειδήσ