Translation meaning & definition of the word "tube" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωλήνας" στην ελληνική γλώσσα
Tube
[Σωλήνας]noun
1. Conduit consisting of a long hollow object (usually cylindrical) used to hold and conduct objects or liquids or gases
- synonym:
- tube ,
- tubing
1. Αγωγός που αποτελείται από ένα μακρύ κοίλο αντικείμενο (συνήθως κυλινδρικό) που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση αντικειμένων ή υγρών
- συνώνυμο:
- σωλήνας ,
- σωλήνωση
2. Electronic device consisting of a system of electrodes arranged in an evacuated glass or metal envelope
- synonym:
- tube ,
- vacuum tube ,
- thermionic vacuum tube ,
- thermionic tube ,
- electron tube ,
- thermionic valve
2. Ηλεκτρονική συσκευή που αποτελείται από ένα σύστημα ηλεκτροδίων τοποθετημένο σε ένα εκκενωμένο γυαλί ή μεταλλικό φάκελο
- συνώνυμο:
- σωλήνας ,
- σωλήνας κενού ,
- θερμονικός κενός σωλήνας ,
- θερμονικός σωλήνας ,
- σωλήνας ηλεκτρονίων ,
- θερμονική βαλβίδα
3. A hollow cylindrical shape
- synonym:
- pipe ,
- tube
3. Ένα κοίλο κυλινδρικό σχήμα
- συνώνυμο:
- σωλήνας
4. (anatomy) any hollow cylindrical body structure
- synonym:
- tube ,
- tube-shaped structure
4. (ανατομία) οποιαδήποτε κοίλη κυλινδρική δομή σώματος
- συνώνυμο:
- σωλήνας ,
- δομή σε σχήμα σωλήνα
5. An electric railway operating below the surface of the ground (usually in a city)
- "In paris the subway system is called the `metro' and in london it is called the `tube' or the `underground'"
- synonym:
- metro ,
- tube ,
- underground ,
- subway system ,
- subway
5. Ένας ηλεκτρικός σιδηρόδρομος που λειτουργεί κάτω από την επιφάνεια του εδάφους (συνήθως σε μια πόλη)
- "Στο παρίσι το σύστημα του μετρό ονομάζεται `μετρό' και στο λονδίνο ονομάζεται `σωλήνας' ή `υπόγειος'"
- συνώνυμο:
- μετρό ,
- σωλήνας ,
- υπόγειος ,
- σύστημα μετρό
verb
1. Provide with a tube or insert a tube into
- synonym:
- tube
1. Παρέχετε ένα σωλήνα ή εισάγετε ένα σωλήνα σε
- συνώνυμο:
- σωλήνας
2. Convey in a tube
- "Inside paris, they used to tube mail"
- synonym:
- tube
2. Μεταφέρω σε ένα σωλήνα
- "Μέσα στο παρίσι, συνήθιζαν να ταχυδρομούν"
- συνώνυμο:
- σωλήνας
3. Ride or float on an inflated tube
- "We tubed down the river on a hot summer day"
- synonym:
- tube
3. Βόλτα ή επιπλέουν σε ένα φουσκωμένο σωλήνα
- "Σωληνώσαμε κάτω από το ποτάμι σε μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού"
- συνώνυμο:
- σωλήνας
4. Place or enclose in a tube
- synonym:
- tube
4. Τοποθετήστε ή περικλείστε σε ένα σωλήνα
- συνώνυμο:
- σωλήνας