Translation meaning & definition of the word "tsunami" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσουνάμι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tsunami
[Τσουνάμι]/tsunɑmi/
noun
1. A cataclysm resulting from a destructive sea wave caused by an earthquake or volcanic eruption
- "A colossal tsunami destroyed the minoan civilization in minutes"
- synonym:
- tsunami
1. Ένας κατακλυσμός που προκύπτει από ένα καταστροφικό κύμα της θάλασσας που προκαλείται από σεισμό ή ηφαιστειακή έκρηξη
- "Ένα κολοσσιαίο τσουνάμι κατέστρεψε τον μινωικό πολιτισμό μέσα σε λίγα λεπτά"
- συνώνυμο:
- τσουνάμι