Translation meaning & definition of the word "truthfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αληθινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truthfully
[Ειλικρινά]/truθfəli/
adverb
1. With truth
- "I told him truthfully that i had just returned from my vacation"
- "He answered the question as truthfully as he could"
- synonym:
- truthfully
1. Με την αλήθεια
- "Του είπα ειλικρινά ότι μόλις είχα γυρίσει από τις διακοπές μου"
- "Απάντησε στην ερώτηση όσο πιο αληθινά μπορούσε"
- συνώνυμο:
- ειλικρινά
Examples of using
Will you report everything truthfully?
Θα τα αναφέρετε όλα αληθινά?
Will you report everything truthfully?
Θα τα αναφέρετε όλα αληθινά?