Translation meaning & definition of the word "trustworthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιόπιστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trustworthy
[Αξιόπιστοσ]/trəstwərði/
adjective
1. Worthy of trust or belief
- "A trustworthy report"
- "An experienced and trustworthy traveling companion"
- synonym:
- trustworthy ,
- trusty
1. Αξίζει εμπιστοσύνης ή πίστης
- "Αξιόπιστη έκθεση"
- "Ένας έμπειρος και αξιόπιστος ταξιδιωτικός σύντροφος"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- αξιόπιστοσ
2. Taking responsibility for one's conduct and obligations
- "Trustworthy public servants"
- synonym:
- trustworthy
2. Ανάληψη ευθύνης για τη συμπεριφορά και τις υποχρεώσεις του
- "Αξιόπιστοι δημόσιοι υπάλληλοι"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος
Examples of using
Tom is trustworthy.
Ο Τομ είναι αξιόπιστος.
He is trustworthy.
Είναι αξιόπιστος.
He is a man of strong, stable and trustworthy character.
Είναι ένας άνθρωπος με ισχυρό, σταθερό και αξιόπιστο χαρακτήρα.