Translation meaning & definition of the word "trustee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπαιδευόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trustee
[Εμπιστευόμενοσ]/trəsti/
noun
1. A person (or institution) to whom legal title to property is entrusted to use for another's benefit
- synonym:
- trustee ,
- legal guardian
1. Ένα πρόσωπο ( ίδρυμα) στο οποίο ανατίθεται νομικός τίτλος ιδιοκτησίας για χρήση προς όφελος άλλου
- συνώνυμο:
- επιμελητήσ ,
- νόμιμος κηδεμόνας
2. Members of a governing board
- synonym:
- regent ,
- trustee
2. Μέλη διοικητικού συμβουλίου
- συνώνυμο:
- αντιβασιλέας ,
- επιμελητήσ