Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "trust" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Trust

[Εμπιστοσύνη]
/trəst/

noun

1. Something (as property) held by one party (the trustee) for the benefit of another (the beneficiary)

  • "He is the beneficiary of a generous trust set up by his father"
    synonym:
  • trust

1. Κάτι (ας ιδιοκτησία) που κατέχει ένα κόμμα (το διαμεσολαβητήριο προς όφελος άλλου )ο δικαιούχος(

  • "Είναι ο δικαιούχος μιας γενναιόδωρης εμπιστοσύνης που δημιούργησε ο πατέρας του"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

2. Certainty based on past experience

  • "He wrote the paper with considerable reliance on the work of other scientists"
  • "He put more trust in his own two legs than in the gun"
    synonym:
  • reliance
  • ,
  • trust

2. Βεβαιότητα βασισμένη στην προηγούμενη εμπειρία

  • "Έγραψε την εφημερίδα με σημαντική εξάρτηση από το έργο άλλων επιστημόνων"
  • "Έβαλε περισσότερη εμπιστοσύνη στα δύο πόδια του από ό, τι στο όπλο"
    συνώνυμο:
  • εξάρτηση
  • ,
  • εμπιστοσύνη

3. The trait of believing in the honesty and reliability of others

  • "The experience destroyed his trust and personal dignity"
    synonym:
  • trust
  • ,
  • trustingness
  • ,
  • trustfulness

3. Το χαρακτηριστικό της πίστης στην ειλικρίνεια και την αξιοπιστία των άλλων

  • "Η εμπειρία κατέστρεψε την εμπιστοσύνη και την προσωπική του αξιοπρέπεια"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

4. A consortium of independent organizations formed to limit competition by controlling the production and distribution of a product or service

  • "They set up the trust in the hope of gaining a monopoly"
    synonym:
  • trust
  • ,
  • corporate trust
  • ,
  • combine
  • ,
  • cartel

4. Μια κοινοπραξία ανεξάρτητων οργανισμών που σχηματίστηκε για να περιορίσει τον ανταγωνισμό ελέγχοντας την παραγωγή και διανομή ενός προϊόντος

  • "Εγκαθίδρυσαν την εμπιστοσύνη στην ελπίδα να αποκτήσουν μονοπώλιο"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη
  • ,
  • εταιρική εμπιστοσύνη
  • ,
  • συνδυάζω
  • ,
  • καρτέλ

5. Complete confidence in a person or plan etc

  • "He cherished the faith of a good woman"
  • "The doctor-patient relationship is based on trust"
    synonym:
  • faith
  • ,
  • trust

5. Πλήρης εμπιστοσύνη σε ένα άτομο ή σχέδιο κ.λπ

  • "Λάτρευε την πίστη μιας καλής γυναίκας"
  • "Η σχέση γιατρού-ασθενούς βασίζεται στην εμπιστοσύνη"
    συνώνυμο:
  • πίστη
  • ,
  • εμπιστοσύνη

6. A trustful relationship

  • "He took me into his confidence"
  • "He betrayed their trust"
    synonym:
  • confidence
  • ,
  • trust

6. Μια εμπιστευτική σχέση

  • "Με πήρε στην εμπιστοσύνη του"
  • "Πρόδωσε την εμπιστοσύνη τους"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

verb

1. Have confidence or faith in

  • "We can trust in god"
  • "Rely on your friends"
  • "Bank on your good education"
  • "I swear by my grandmother's recipes"
    synonym:
  • trust
  • ,
  • swear
  • ,
  • rely
  • ,
  • bank

1. Να έχετε εμπιστοσύνη ή πίστη στο

  • "Μπορούμε να εμπιστευτούμε τον θεό"
  • "Απλά στους φίλους σου"
  • "Τράπεζα στην καλή εκπαίδευση"
  • "Κύριε από τις συνταγές της γιαγιάς μου"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη
  • ,
  • ορκίζομαι
  • ,
  • βασίζομαι
  • ,
  • τράπεζα

2. Allow without fear

    synonym:
  • trust

2. Επιτρέψτε χωρίς φόβο

    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

3. Be confident about something

  • "I believe that he will come back from the war"
    synonym:
  • believe
  • ,
  • trust

3. Να είστε σίγουροι για κάτι

  • "Πιστεύω ότι θα επιστρέψει από τον πόλεμο"
    συνώνυμο:
  • πιστεύω
  • ,
  • εμπιστοσύνη

4. Expect and wish

  • "I trust you will behave better from now on"
  • "I hope she understands that she cannot expect a raise"
    synonym:
  • hope
  • ,
  • trust
  • ,
  • desire

4. Περιμένετε και επιθυμείτε

  • "Πιστεύω ότι θα συμπεριφέρεστε καλύτερα από εδώ και στο εξής"
  • "Ελπίζω να καταλάβει ότι δεν μπορεί να περιμένει αύξηση"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα
  • ,
  • εμπιστοσύνη
  • ,
  • επιθυμία

5. Confer a trust upon

  • "The messenger was entrusted with the general's secret"
  • "I commit my soul to god"
    synonym:
  • entrust
  • ,
  • intrust
  • ,
  • trust
  • ,
  • confide
  • ,
  • commit

5. Εμπιστεύομαι

  • "Ο αγγελιοφόρος είχε εμπιστευτεί το μυστικό του στρατηγού"
  • "Δεσμεύω την ψυχή μου στον θεό"
    συνώνυμο:
  • εμπιστεύομαι
  • ,
  • εμπιστοσύνη
  • ,
  • αποφασίζω

6. Extend credit to

  • "Don't trust my ex-wife
  • I won't pay her debts anymore"
    synonym:
  • trust

6. Επεκτείνετε την πίστωση σε

  • "Μην εμπιστεύεσαι την πρώην σύζυγό μου
  • Δεν θα πληρώσω τα χρέη της πια"
    συνώνυμο:
  • εμπιστοσύνη

Examples of using

Don't trust him. He's always lying. He lies about everything.
Μην τον εμπιστεύεσαι. Πάντα λέει ψέματα. Λέει ψέματα για τα πάντα.
You've violated our trust.
Παραβιάσατε την εμπιστοσύνη μας.
We can't trust them now.
Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε τώρα.