Translation meaning & definition of the word "truncated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροποποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truncated
[Περικοπή]/trəŋketɪd/
adjective
1. Cut short in duration
- "The abbreviated speech"
- "Her shortened life was clearly the result of smoking"
- "An unsatisfactory truncated conversation"
- synonym:
- abbreviated ,
- shortened ,
- truncated
1. Κόψτε το σύντομο σε διάρκεια
- "Η συντομευμένη ομιλία"
- "Η μικρότερη ζωή της ήταν σαφώς το αποτέλεσμα του καπνίσματος"
- "Μια μη ικανοποιητική συνομιλία"
- συνώνυμο:
- συντομευμένη ,
- περικοπή
2. Terminating abruptly by having or as if having an end or point cut off
- "A truncate leaf"
- "Truncated volcanic mountains"
- "A truncated pyramid"
- synonym:
- truncate ,
- truncated
2. Τερματίζοντας απότομα με το να έχει ή σαν να έχει ένα τέλος ή ένα σημείο αποκοπεί
- "Ένα φύλλο περικοπής"
- "Τραβηγμένα ηφαιστειακά βουνά"
- "Μια πυραμίδα περικοπής"
- συνώνυμο:
- περικόπτω ,
- περικοπή