Translation meaning & definition of the word "truism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρουισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truism
[Τραγουδιστήσ]/truɪzəm/
noun
1. An obvious truth
- synonym:
- truism
1. Μια προφανής αλήθεια
- συνώνυμο:
- αλήθεια