Translation meaning & definition of the word "truffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιτυρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truffle
[Τρούφα]/trəfəl/
noun
1. Any of various highly prized edible subterranean fungi of the genus tuber
- Grow naturally in southwestern europe
- synonym:
- truffle ,
- earthnut ,
- earth-ball
1. Οποιοσδήποτε από τους διάφορους ιδιαίτερα βρώσιμους υπόγειους μύκητες του γένους
- Αναπτυχθεί φυσικά στη νοτιοδυτική ευρώπη
- συνώνυμο:
- τρούφα ,
- καστανιά ,
- γήινο μπάλα
2. Edible subterranean fungus of the genus tuber
- synonym:
- truffle ,
- earthnut
2. Βρώσιμος υπόγειος μύκητας του γένους
- συνώνυμο:
- τρούφα ,
- καστανιά
3. Creamy chocolate candy
- synonym:
- truffle ,
- chocolate truffle
3. Κρεμώδης καραμέλα σοκολάτας
- συνώνυμο:
- τρούφα ,
- τρούφα σοκολάτας