Translation meaning & definition of the word "true" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλήθεια" στην ελληνική γλώσσα
True
[Αληθινός]noun
1. Proper alignment
- The property possessed by something that is in correct or proper alignment
- "Out of true"
- synonym:
- true
1. Σωστή ευθυγράμμιση
- Η ιδιοκτησία κατέχεται από κάτι που είναι σε σωστή ή σωστή ευθυγράμμιση
- "Από αληθινά"
- συνώνυμο:
- αληθινός
verb
1. Make level, square, balanced, or concentric
- "True up the cylinder of an engine"
- synonym:
- true ,
- true up
1. Κάντε επίπεδο, τετράγωνο, ισορροπημένο ή ομόκεντρο
- "Αλήθεια επάνω στον κύλινδρο ενός κινητήρα"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- αληθινόσ
adjective
1. Consistent with fact or reality
- Not false
- "The story is true"
- "It is undesirable to believe a proposition when there is no ground whatever for supposing it true"- b. russell
- "The true meaning of the statement"
- synonym:
- true
1. Συνεπής με το γεγονός ή την πραγματικότητα
- Όχι ψεύτικο
- "Η ιστορία είναι αληθινή"
- "Είναι ανεπιθύμητο να πιστέψουμε μια πρόταση όταν δεν υπάρχει έδαφος για να την υποθέσουμε αληθινή" - β. ράσελ
- "Η πραγματική έννοια της δήλωσης"
- συνώνυμο:
- αληθινός
2. Accurately placed or thrown
- "His aim was true"
- "He was dead on target"
- synonym:
- true ,
- dead on target
2. Τοποθετημένος με ακρίβεια ή πεταμένος
- "Ο στόχος του ήταν αληθινός"
- "Πέθανε στο στόχο"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- νεκρός στο στόχο
3. Devoted (sometimes fanatically) to a cause or concept or truth
- "True believers bonded together against all who disagreed with them"
- synonym:
- true
3. Αφιερωμένο (μερικές φορές φανατικά) σε μια αιτία ή έννοια ή αλήθεια
- "Οι αληθινοί πιστοί συνδέθηκαν μαζί ενάντια σε όλους όσους διαφώνησαν μαζί τους"
- συνώνυμο:
- αληθινός
4. Expressing or given to expressing the truth
- "A true statement"
- "Gave truthful testimony"
- "A truthful person"
- synonym:
- truthful ,
- true
4. Εκφράζοντας ή παραδίδοντας την αλήθεια
- "Μια πραγματική δήλωση"
- "Δώσε αληθινή μαρτυρία"
- "Ένας αληθινός άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- αληθινόσ ,
- αληθινός
5. Conforming to definitive criteria
- "The horseshoe crab is not a true crab"
- "Pythagoras was the first true mathematician"
- synonym:
- true
5. Προσαρμογή στα οριστικά κριτήρια
- "Το καβούρι πετάλων δεν είναι ένα αληθινό καβούρι"
- "Ο πυθαγόρας ήταν ο πρώτος αληθινός μαθηματικός"
- συνώνυμο:
- αληθινός
6. Worthy of being depended on
- "A dependable worker"
- "An honest working stiff"
- "A reliable sourcsfle of information"
- "He was true to his word"
- "I would be true for there are those who trust me"
- synonym:
- dependable ,
- honest ,
- reliable ,
- true(p)
6. Αξίζει να εξαρτάται από
- "Αξιόπιστος εργαζόμενος"
- "Μια ειλικρινής σκληρή δουλειά"
- "Ένα αξιόπιστο πληροφοριακό στοιχείοελληνικά"
- "Ήταν αληθινός στο λόγο του"
- "Θα ήμουν αληθινός γιατί υπάρχουν εκείνοι που με εμπιστεύονται"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος ,
- ειλικρινής ,
- αληθινό()
7. Not pretended
- Sincerely felt or expressed
- "Genuine emotion"
- "Her interest in people was unfeigned"
- "True grief"
- synonym:
- genuine ,
- true(a) ,
- unfeigned
7. Δεν προσποιήθηκα
- Ειλικρινά αισθητός ή εκφρασμένος
- "Πραγματικό συναίσθημα"
- "Το ενδιαφέρον της για τους ανθρώπους ήταν ανυπόκριτο"
- "Αληθινή θλίψη"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- αληθινός( ,
- ανυπόγραφοσ
8. Rightly so called
- "True courage"
- "A spirit which true men have always admired"
- "A true friend"
- synonym:
- true(a)
8. Δικαίως καλούμενος
- "Αληθινό θάρρος"
- "Ένα πνεύμα που οι αληθινοί άνθρωποι πάντα θαύμαζαν"
- "Αληθινός φίλος"
- συνώνυμο:
- αληθινός(
9. Determined with reference to the earth's axis rather than the magnetic poles
- "True north is geographic north"
- synonym:
- true(a)
9. Καθορίζεται με αναφορά στον άξονα της γης και όχι στους μαγνητικούς πόλους
- "Η αλήθεια είναι γεωγραφική βόρεια"
- συνώνυμο:
- αληθινός(
10. Having a legally established claim
- "The legitimate heir"
- "The true and lawful king"
- synonym:
- true(a) ,
- lawful ,
- rightful(a)
10. Έχοντας νομικά καθιερωμένη αξίωση
- "Ο νόμιμος κληρονόμος"
- "Ο αληθινός και νόμιμος βασιλιάς"
- συνώνυμο:
- αληθινός( ,
- νόμιμος ,
- δικαιωματικά(
11. In tune
- Accurate in pitch
- "A true note"
- synonym:
- on-key ,
- true
11. Συντονίζω
- Ακριβής στο γήπεδο
- "Αληθινή νότα"
- συνώνυμο:
- επί του κλειδιού ,
- αληθινός
12. Accurately fitted
- Level
- "The window frame isn't quite true"
- synonym:
- true ,
- straight
12. Εφαρμόζεται με ακρίβεια
- Επίπεδο
- "Το πλαίσιο του παραθύρου δεν είναι αλήθεια"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- ευθεία
adverb
1. As acknowledged
- "True, she is the smartest in her class"
- synonym:
- true ,
- admittedly ,
- avowedly ,
- confessedly
1. Όπως αναγνωρίζεται
- "Αλήθεια, είναι η πιο έξυπνη στην τάξη της"
- συνώνυμο:
- αληθινός ,
- ομολογουμένωσ ,
- δηλητηριωδώσ