Translation meaning & definition of the word "trudge" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τρουτζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trudge
[Trudge]/trəʤ/
noun
1. A long difficult walk
- synonym:
- trudge
1. Μια μεγάλη δύσκολη βόλτα
- συνώνυμο:
- τραβώ
verb
1. Walk heavily and firmly, as when weary, or through mud
- "Mules plodded in a circle around a grindstone"
- synonym:
- slog ,
- footslog ,
- plod ,
- trudge ,
- pad ,
- tramp
1. Περπατήστε βαριά και σταθερά, όπως όταν είστε κουρασμένοι, ή μέσα στη λάσπη
- "Ο μουλές έκανε κύκλο γύρω από έναν μύλο"
- συνώνυμο:
- παραφυλλώ ,
- ποδολόγοσ ,
- πλουτ ,
- τραβώ ,
- μαξιλάρι ,
- αλήτης