Translation meaning & definition of the word "truce" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "φυσικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truce
[Εκεχειρία]/trus/
noun
1. A state of peace agreed to between opponents so they can discuss peace terms
- synonym:
- armistice ,
- cease-fire ,
- truce
1. Μια κατάσταση ειρήνης συμφώνησε μεταξύ των αντιπάλων, ώστε να μπορούν να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης
- συνώνυμο:
- ανακωχή ,
- εκεχειρία