Translation meaning & definition of the word "truant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσελκυστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truant
[Πραγματικόσ]/truənt/
noun
1. One who is absent from school without permission
- synonym:
- truant ,
- hooky player
1. Αυτός που απουσιάζει από το σχολείο χωρίς άδεια
- συνώνυμο:
- αληθινόσ ,
- αγκαλιά
2. Someone who shirks duty
- synonym:
- no-show ,
- nonattender ,
- truant
2. Κάποιος που αποφεύγει το καθήκον
- συνώνυμο:
- μη εμφάνιση ,
- μη παρατηρητήσ ,
- αληθινόσ
adjective
1. Absent without permission
- "Truant schoolboys"
- "The soldier was awol for almost a week"
- synonym:
- truant ,
- awol
1. Απουσία χωρίς άδεια
- "Αληθινά μαθητές"
- "Ο στρατιώτης ήταν αουολ για σχεδόν μια εβδομάδα"
- συνώνυμο:
- αληθινόσ ,
- απολυτή