Translation meaning & definition of the word "truancy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Truancy
[Αναταραχή]/truənsi/
noun
1. Failure to attend (especially school)
- synonym:
- truancy ,
- hooky
1. Αποτυχία να παρακολουθήσετε (ειδικά σχολείο)
- συνώνυμο:
- πραγματικότητα ,
- αγκιστρωμένοσ