Translation meaning & definition of the word "troy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Troy
[Τροία]/trɔɪ/
noun
1. A system of weights used for precious metals and gemstones
- Based on a 12-ounce pound and an ounce of 480 grains
- synonym:
- troy ,
- troy weight
1. Ένα σύστημα βαρών που χρησιμοποιείται για πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμους λίθους
- Με βάση μια λίβρα 12 ουγκιών και μια ουγγιά 480 κόκκων
- συνώνυμο:
- τρόι ,
- βάρος της Τροίας
2. An ancient city in asia minor that was the site of the trojan war
- synonym:
- Troy ,
- Ilion ,
- Ilium
2. Μια αρχαία πόλη στη μικρά ασία που ήταν η τοποθεσία του τρωικού πολέμου
- συνώνυμο:
- Τροία ,
- Ίλιον ,
- Ιλίου