Translation meaning & definition of the word "trout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πορεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trout
[Πέστροφα]/traʊt/
noun
1. Flesh of any of several primarily freshwater game and food fishes
- synonym:
- trout
1. Σάρκα οποιουδήποτε από τα πολλά κυρίως παιχνίδια γλυκού νερού και ψάρια τροφίμων
- συνώνυμο:
- πέστροφα
2. Any of various game and food fishes of cool fresh waters mostly smaller than typical salmons
- synonym:
- trout
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ψάρια παιχνιδιών και τροφίμων των δροσερών γλυκών υδάτων είναι κυρίως μικρότερο από τα τυπικά σαλμόνια
- συνώνυμο:
- πέστροφα
Examples of using
Tom caught a couple of large trout yesterday.
Ο Τομ έπιασε μια μεγάλη πέστροφα χθες.
Tom caught a couple of large trout yesterday.
Ο Τομ έπιασε μια μεγάλη πέστροφα χθες.