Translation meaning & definition of the word "trouser" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "πιο ελκυστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trouser
[Παντελόνι]/traʊzər/
noun
1. (usually in the plural) a garment extending from the waist to the knee or ankle, covering each leg separately
- "He had a sharp crease in his trousers"
- synonym:
- trouser ,
- pant
1. (συνήθως στον πληθυντικό) ένα ένδυμα που εκτείνεται από τη μέση μέχρι το γόνατο ή τον αστράγαλο, καλύπτοντας κάθε πόδι ξεχωριστά
- "Είχε μια κοφτερή πτυχή στο παντελόνι του"
- συνώνυμο:
- παντελόνι
2. A garment (or part of a garment) designed for or relating to trousers
- "In his trouser's pocket"
- "He ripped his left trouser on the fence"
- synonym:
- trouser
2. Ένα ένδυμα (ή μέρος ενός ενδύματος) σχεδιασμένο για ή σχετικό με παντελόνι
- "Στην τσέπη του παντελονιού"
- "Ρίζωσε το αριστερό του παντελόνι στο φράχτη"
- συνώνυμο:
- παντελόνι