Translation meaning & definition of the word "trough" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "γούρνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trough
[Κουτί]/trɔf/
noun
1. A narrow depression (as in the earth or between ocean waves or in the ocean bed)
- synonym:
- trough
1. Μια στενή κατάθλιψη (α στη γη ή μεταξύ των ωκεάνιων κυμάτων ή στον ωκεανό κρεβάτι)
- συνώνυμο:
- τουρμπίνα
2. A channel along the eaves or on the roof
- Collects and carries away rainwater
- synonym:
- gutter ,
- trough
2. Ένα κανάλι κατά μήκος των σπηλαίων ή στην οροφή
- Συλλέγει και μεταφέρει το νερό της βροχής
- συνώνυμο:
- υδρορροή ,
- τουρμπίνα
3. A concave shape with an open top
- synonym:
- bowl ,
- trough
3. Κοίλο σχήμα με ανοιχτή κορυφή
- συνώνυμο:
- μπολ ,
- τουρμπίνα
4. A treasury for government funds
- synonym:
- public treasury ,
- trough ,
- till
4. Ένα ταμείο για κρατικά κονδύλια
- συνώνυμο:
- δημόσιο ταμείο ,
- τουρμπίνα ,
- μέχρι
5. A long narrow shallow receptacle
- synonym:
- trough
5. Ένα μακρύ στενό ρηχό δοχείο
- συνώνυμο:
- τουρμπίνα
6. A container (usually in a barn or stable) from which cattle or horses feed
- synonym:
- manger ,
- trough
6. Ένα δοχείο (συνήθως σε αχυρώνα ή σταθερό) από το οποίο τρέφονται τα βοοειδή ή τα άλογα
- συνώνυμο:
- φάτνη ,
- τουρμπίνα