Translation meaning & definition of the word "troubling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβληματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Troubling
[Προβληματίζω]/trəbəlɪŋ/
adjective
1. Causing distress or worry or anxiety
- "Distressing (or disturbing) news"
- "Lived in heroic if something distressful isolation"
- "A disturbing amount of crime"
- "A revelation that was most perturbing"
- "A new and troubling thought"
- "In a particularly worrisome predicament"
- "A worrying situation"
- "A worrying time"
- synonym:
- distressing ,
- distressful ,
- disturbing ,
- perturbing ,
- troubling ,
- worrisome ,
- worrying
1. Προκαλώντας δυσφορία ή άγχος
- "Ντύσιμο (ορ ενοχλητικά) νέα"
- "Ζούσε σε ηρωική αν κάτι δυσάρεστο απομόνωση"
- "Ενοχλητικό ποσό εγκλήματος"
- "Μια αποκάλυψη που ήταν πιο διαταραγμένη"
- "Μια νέα και ανησυχητική σκέψη"
- "Σε μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση"
- "Ανησυχητική κατάσταση"
- "Ανησυχητικός χρόνος"
- συνώνυμο:
- δυσφημιστικόσ ,
- αγωνιώδησ ,
- ενοχλητικός ,
- διαταραχή ,
- ανησυχητικό ,
- ανησυχητικός
Examples of using
He was ashamed of troubling you.
Ντρέπεται να σας ενοχλεί.
He was ashamed of troubling you.
Ντρέπεται να σας ενοχλεί.