Translation meaning & definition of the word "trotter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρόπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trotter
[Τρότερ]/trɑtər/
noun
1. Foot of a pig or sheep especially one used as food
- synonym:
- trotter
1. Πόδι χοίρου ή προβάτου, ειδικά εκείνου που χρησιμοποιείται ως τρόφιμο
- συνώνυμο:
- τροτέρ
2. A horse trained to trot
- Especially a horse trained for harness racing
- synonym:
- trotting horse ,
- trotter
2. Ένα άλογο εκπαιδευμένο στο τραγούδι
- Ειδικά ένα άλογο εκπαιδευμένο για την αγωνιστική του
- συνώνυμο:
- πατώντας άλογο ,
- τροτέρ